- ακακολόγητος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν κακολογήθηκε: Στο χωριό δεν άφηνε άνθρωπο ακακολόγητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακακολόγητος — η, ο [κακολογώ] εκείνος τον οποίο δεν έχει ή δεν μπορεί κανείς να κακολογήσει … Dictionary of Greek
αγλωσσοφάγωτος — η, ο [γλωσσοτρώγω] αυτός που δεν τόν γλωσσόφαγαν, ασυκοφάντητος, ακακολόγητος … Dictionary of Greek
αγλώσσευτος — η, ο αυτός που δεν κακολογήθηκε, δεν συκοφαντήθηκε, ακακολόγητος, αδιάβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γλωσσεύω < γλώσσα] … Dictionary of Greek
αλεγεντάριστος — η, ο [λεγεντάρω] αδυσφήμιστος, ακακολόγητος … Dictionary of Greek
αξόμπλιαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει ξόμπλια, κεντίδια, ακέντητος, αποίκιλτος: Το φόρεμα ήταν καλοραμμένο, αλλά αξόμπλιαστο. 2. ακουτσομπόλευτος, ακακολόγητος: Όταν βρίσκονταν οι δυο τους δεν άφηναν άνθρωπο αξόμπλιαστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)